πολιότης

πολιότης
(-ητος) η седина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πολιότης" в других словарях:

  • πολιότης — greyness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιότητος — πολιότης greyness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιότητα — η / πολιότης, ητος, ΝΜΑ [πολιός] το να έχει κάτι λευκό ή υπόλευκο χρώμα, η φαιότητα …   Dictionary of Greek

  • ԱԼԵՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0013 Chronological Sequence: 12c գ. πολιότης, πολιά canities Խոր ծերութիւն ալեւորաց. հալւորութիւն. ... *Տարօքն միջավայր լինի ընդ մանկութիւն եւ ընդ ալեւորութիւն. Մխ. բժիշկ.: Նմանութեամբ Կատարելութիւն. ... *Ալեւորութիւն գիտութեան. Լմբ. սղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»